- οστεοπεριοστίτιδα
- ηιατρ. ταυτόχρονη φλεγμονή οστού και τού αντίστοιχου περιοστέου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoperiostitis < ὀστέον / ὀστοῦν + περιοστίτις, -ιδος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεοπεριοστῖτις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.